αλλαγή

αλλαγή
Μεταβολή, μετατροπή. Λέγεται επίσης ανταλλαγή (σε είδη εμπορίου, κινητά ή ακίνητα πράγματα)· η αντικατάσταση φρουράς, ο καθαρισμός και επίδεση πληγής. Στα αρχαία ελληνικά α. σήμαινε το κέρδος του αργυραμοιβού από την ανταλλαγή νομισμάτων. Επίσης, την αντικατάσταση των αλόγων σε έναν οδικό σταθμό καθώς και το αντάλλαγμα, την ανταπόδοση, την αμοιβή. Στους βυζαντινούς χρόνους α. ονόμαζαν την ενδυμασία που φορούσαν οι Βυζαντινοί τις γιορτές ή τις επίσημες μέρες. Η ενδυμασία αυτή λεγόταν και αλλάξιμο. (Αστρον.) Μία από τις κύριες ανωμαλίες στην κίνηση της Σελήνης που οφείλεται στις παρέλξεις του Ηλίου. Οι πρώτοι που παρατήρησαν την α. ήταν οι Άραβες (1000 μ.Χ.) και αργότερα την ανακάλυψε o Τύχωνας (1600 μ.Χ.). Εξαιτίας της α. η Σελήνη προηγείται από την κανονική της θέση στην περίοδο μεταξύ της νέας Σελήνης και πρώτου τετάρτου και μεταξύ πανσελήνου και τελευταίου τετάρτου, ενώ στα άλλα δύο τέταρτα του κύκλου των φάσεών της έπεται από την κανονική της θέση. Οι ώρες των εκλείψεων του Ηλίου και της Σελήνης δεν επηρεάζονται από την α., που έχει τότε μηδενική τιμή. (Μαθημ.)α. συντεταγμένων. Η μετάβαση από ένα σύστημα αξόνων σε ένα άλλο σύστημα. Αυτό επιτυγχάνεται αν αντικατασταθούν οι συντεταγμένες κάθε σημείου στο πρώτο σύστημα με τις εκφράσεις τους συναρτήσει των συντεταγμένων του ίδιου σημείου στο δεύτερο σύστημα. (Στρατ.) Χρησιμοποιείται με διάφορους τρόπους στη στρατιωτική ορολογία: α) α. φρουράς, δηλώνοντας την αντικατάσταση των αντρών της φρουράς σε διάφορα σημεία του στρατοπέδου ή σε διάφορα φυλάκια με άλλους άντρες, β) α. στόχου, δηλώνοντας τη διακοπή των πυρών που εκτελούνται εναντίον ενός στόχου και η κατεύθυνση των πυρών σε νέο στόχο, γ) α. θέσης πυροβολικού, δηλώνοντας τη μεταφορά των πυροβόλων σε άλλη θέση για την εκτέλεση νέας βολής, δ) α. κατεύθυνσης, δηλώνοντας τη μεταβολή της κατεύθυνσης που ακολουθεί μια μονάδα, ένα τμήμα ή ένα άτομο, ε) α. φυλακής, δηλώνοντας την αλλαγή της φρουράς του φυλακίου που γίνεται ανά 24 ώρες με την αντικατάσταση όλων των αντρών και του επικεφαλής υπαξιωματικού. (Φυσ.)α. κατάστασης. Η μετατροπή ενός σώματος από μια φυσική κατάσταση σε μια άλλη χωρίς όμως χημική αλλοίωση και κάτω από συνθήκες σταθερής θερμοκρασίας (π.χ. η τήξη, η μετατροπή δηλαδή ενός σώματος από τη στερεά στην υγρή κατάσταση). Οποιαδήποτε α.κ. κάτω από σταθερή θερμοκρασία προϋποθέτει προσθήκη ή αφαίρεση ενός ποσού θερμότητας Q = m q όπου m η μάζα του σώματος και q η ειδική λανθάνουσα θερμότητα που είναι χαρακτηριστική για κάθε σώμα και κάθε είδος αλλαγής. Οι α.κ. μπορεί να είναι αντιστρεπτές ή όχι.
* * *
η (Α ἀλλαγή)
1. μεταβολή, μετατροπή, διαφοροποίηση, αλλοίωση, μεταμόρφωση (ενός πράγματος, μιας καταστάσεως ή μιας ενέργειας)
2. ανταλλαγή, δοσοληψία, συναλλαγή
νεοελλ.
1. αντικατάσταση ενός πράγματος με άλλο, μεταλλαγή
2. άλλαγμα, ο καθαρισμός και η εκ νέου επίδεση μιας πληγής
3. ενδυμασία, φορεσιά, αλλαξιά
4. η ιερατική ενδυμασία και ειδικά το φαιλόνιο τού ιερέα
5. (ως επιφών.) αλλαγή! πρόσταγμα για τη μεταβολή τού βηματισμού, σε στρατιωτικό κυρίως τμήμα
μσν.
αντικατάσταση τών αλόγων τού δημόσιου ταχυδρομείου και ο τόπος τής αλλαγής, ο σταθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἀλλαγ- παθ. αορ. β' (ἠλλάγην) τού ρήματος ἀλλάσσω*.
ΠΑΡ. μσν. ἀλλάγιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀλλαγή — change fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλαγή — η 1. μεταβολή, μετατροπή: Έκανε αίτηση για αλλαγή του επωνύμου του. 2. αντικατάσταση φρουράς: Δεν έγινε ακόμη αλλαγή φρουράς. 3. καθαρισμός και επίδεση πληγής: Πηγαίνω μέρα παρά μέρα στο νοσοκομείο για αλλαγή. 4. μετακίνηση σε άλλο κλίμα: Ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλλαγῇ — ἀλλάσσω make other than it is aor subj pass 3rd sg ἀλλαγή change fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κληρονομική διαδοχή — Αλλαγή συνόλου σχέσεων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων ενός ατόμου μετά τον θάνατό του. Το νέο πρόσωπο είναι ο κληρονόμος, το παλιό ο κληρονομούμενος και το σύνολο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η κληρονομιά. Ο κληρονόμος συνήθως είναι καθολικός… …   Dictionary of Greek

  • ἀλλαγαῖς — ἀλλαγή change fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλαγαί — ἀλλαγή change fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλαγᾷ — ἀλλαγή change fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλαγῆς — ἀλλαγή change fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλαγήν — ἀλλαγή change fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλλαγῶν — ἀλλαγή change fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”